- θαραπευτής
- θᾰρᾰπ-ευτής,A = θεραπ-, Annuaire des Etudes Grecques 7.95 ([place name] Aenos).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θαραπευτής — θαραπευτής, ό (Α) θεραπευτής, θεράπων, υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεραπευτής, με αφομοίωση] … Dictionary of Greek